νεοπολίτης

νεοπολίτης
νεοπολίτης, ό, θηλ. νεοπολῑτις (Α)
1. δούλος που ελευθερώθηκε πρόσφατα και απέκτησε πολιτικά δικαιώματα
2. το θηλ. ως επίθ. (για πόλη) αυτή που κτίστηκε πρόσφατα ή που είναι μεταγενέστερη σε σχέση με μια άλλη
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νεοπολίτης
ο κάτοικος τής Νεαπόλεως τής Κάτω Ιταλίας, ο Νεαπολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + πολίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νεοπολίτης — Νεοπολί̱της , Νεοπολίτης new city masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολίτης — νεοπολί̱της , νεοπολίτης new city masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεοπολῖται — Νεοπολίτης new city masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολῖται — νεοπολίτης new city masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεοπολίτας — Νεοπολί̱τᾱς , Νεοπολίτης new city masc acc pl Νεοπολί̱τᾱς , Νεοπολίτης new city masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολίτας — νεοπολί̱τᾱς , νεοπολίτης new city masc acc pl νεοπολί̱τᾱς , νεοπολίτης new city masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεοπολιτᾶν — Νεοπολῑτᾶν , Νεοπολίτης new city masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολιτᾶν — νεοπολῑτᾶν , νεοπολίτης new city masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεοπολιτῶν — Νεοπολῑτῶν , Νεοπολίτης new city masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολιτῶν — νεοπολῑτῶν , νεοπολίτης new city masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”